ηφαιστειότητα

ηφαιστειότητα
η
γεωλ. κάθε διεργασία ή φαινόμενο που συνδέεται με την εκφόρτιση στην επιφάνεια τής γης τηγμένου πετρώματος ή θερμού νερού και ατμού από ηφαίστεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. volcanism < volcano «ηφαίστειο» + -ism. Η λ. στον λόγιο τ. ηφαιστειότης μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Αιών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …   Dictionary of Greek

  • ατμίδες — Ζεστά αέρια και ατμοί που βγαίνουν από ρωγμές του εδάφους με μικρή ή μεγάλη ορμή. α. βόρακα. Φυσική εκπομπή υδρατμών υψηλής θερμοκρασίας (έως 21°C) και με πίεση (έως 6 ατμ.) μέσα από ρωγμές του εδάφους που περιέχουν διοξείδιο του άνθρακα, αμμωνία …   Dictionary of Greek

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

  • μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… …   Dictionary of Greek

  • ποσειδωνισμός — ο, Ν γεωλ. θεωρία, σύμφωνα με την οποία όλα τα αρχαιότερα πετρώματα έγιναν με τη συνεργασία τού νερού, χωρίς ηφαιστειότητα …   Dictionary of Greek

  • αλπική ορεογένεση — Η ιστορία της εξέλιξης της Γης χαρακτηρίζεται από βίαιες εκδηλώσεις, που οφείλονται σε διάφορες αιτίες και έχουν επαναληφθεί σε διάφορες περιόδους. Κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων αυτών ο φλοιός της Γης παραμορφώθηκε έντονα, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • Αλτάι — (Altai ή Altay). Ορεινός όγκος της Ασίας που απλώνεται στα εδάφη της Ρωσίας, του Καζακστάν, της Μογγολίας και της Κίνας. Το μήκος του ξεπερνά τα 2.000 χλμ. και αποτελείται από οροσειρές που σχηματίζουν βαθιά φαράγγια. Τμήμα του Α. βρίσκεται στην… …   Dictionary of Greek

  • Άνδεις — Οροσειρά που εκτείνεται χωρίς διακοπή σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς της Νότιας Αμερικής και αποτελεί τον υδροκρίτη μεταξύ Ειρηνικού και Ατλαντικού ωκεανού. Η οροσειρά αυτή χαρακτηρίζεται από μάλλον ακανόνιστο ανάγλυφο, που σχηματίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • απολιθωμένα δάση — Ο όρος αναφέρεται στο οικοσύστημα του παρελθόντος που κάτω από ευνοϊκές συνθήκες απολιθώθηκε, πέτρωσε. Τα α.δ. διεθνώς θεωρούνται ανεπανάληπτα γεωλογικά μνημεία τεράστιας επιστημονικής αξίας, λόγω του μεγάλου πλούτου απολιθωμένης χλωρίδας που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”